κρεολός

κρεολός
ο
θηλ. (λ. γαλλ.)
1. που γεννήθηκε στις άλλοτε ευρωπαϊκές αποικίες της Αμερικής και της Πολυνησίας από γονείς Ευρωπαίους.
2. άτομο που ο ένας από τους γονείς του είναι Ευρωπαίος και ο άλλος ιθαγενής, ο μιγάδας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρεολός — ή, ό 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κρεολός, η κρεολή άτομο από Ευρωπαίους γονείς που γεννήθηκε και ανατράφηκε αρχικά στις Αντίλλες, έπειτα σε οποιαδήποτε από τις ισπανικές, γαλλικές ή πορτογαλικές κτήσεις, σε αντιδιαστολή προς όσους… …   Dictionary of Greek

  • κρεολικός — ή, ό [κρεολός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Κρεολούς (α. «κρεολικά χαρακτηριστικά» β. «κρεολικά γλωσσικά ιδιώματα») …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”