- κρεολός
- οθηλ. -ή (λ. γαλλ.)1. που γεννήθηκε στις άλλοτε ευρωπαϊκές αποικίες της Αμερικής και της Πολυνησίας από γονείς Ευρωπαίους.2. άτομο που ο ένας από τους γονείς του είναι Ευρωπαίος και ο άλλος ιθαγενής, ο μιγάδας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.